- μιμητίτης
- ο(ορυκτ.) αρσενικικό χλωριούχο ορυκτό τού μολύβδου, με χρώμα από καστανό ώς ελαιοπράσινο, κίτρινο ή πορτοκαλί, μέλος τής σειράς τού πυρομορφίτη, ο οποίος ανήκει στην ομάδα τού απατίτη τών φωσφορικών ορυκτών, αλλ. μιμητησίτης.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. mimetese (< μιμητής + κατάλ. -ίτης). Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στον Αν. Κορδέλλα].
Dictionary of Greek. 2013.